Εισαγωγή
Ο μηχανισμός της πήξης του αίματος είναι μια θαυματουργή διαδικασία, που επιτρέπει στον οργανισμό να σχηματίζει θρόμβους ώστε να μπορούν να σταματούν οι αιμορραγίες σε περίπτωση τραυματισμού. Χωρίς το μηχανισμό αυτό, καμία αιμορραγία δεν θα μπορούσε να σταματήσει. Σε φυσιολογικές συνθήκες, όμως, το αίμα πρέπει να βρίσκεται σε υγρή μορφή στις αρτηρίες και τις φλέβες του σώματος, ώστε να μπορεί να ρέει εντός αυτών και να μεταφέρεται μέσω της κυκλοφορίας σε όλα τα όργανα και τους ιστούς του σώματος. Αυτό συμβαίνει γιατί ο μηχανισμός της πήξης του αίματος εξισορροπείται από το μηχανισμό της ινωδόλυσης, δηλαδή το μηχανισμό που εμποδίζει το σχηματισμό θρόμβων. Η διαταραχή στην ισορροπία μεταξύ πήξης του αίματος και ινωδόλυσης μπορεί να οδηγήσει είτε σε ανεξέλεγκτη αιμορραγία είτε σε θρόμβωση(Εν Τω Βάθει Φλεβοθρόμβωση).
Τί είναι η εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση;
Στην εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση (ΕΒΦΘ) έχουμε δημιουργία θρόμβου στις βαθιές φλέβες των κάτω άκρων. Πρόκειται για μια παθολογική κατάσταση, η οποία αν μείνει χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές δυνητικά απειλητικές για τον ασθενή. Τοπογραφικά διακρίνουμε την θρόμβωση των φλεβών της κνήμης (περιφερική φλεβοθρόμβωση), τη θρόμβωση των φλεβών του μηρού (εγγύς φλεβοθρόμβωση) και τη θρόμβωση των φλεβών της πυέλου και της κοιλιάς (λαγόνιες φλέβες και κάτω κοίλη φλέβα).
Πώς εκδηλώνεται η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση;
Τα πιο συχνά συμπτώματα και σημεία της ΕΒΦΘ είναι ο πόνος, το πρήξιμο (οίδημα) του ποδιού , η ερυθρότητα (κοκκινίλα) και η ευαισθησία στην περιοχή της γάμπας ή και του μηρού. Συχνά, η κατάσταση συνοδεύεται από πυρετό, διόγκωση (φούσκωμα) των επιφανειακών φλεβών και μπλε-μωβ (κυανή-ιώδη) απόχρωση του άκρου. Τα συμπτώματα είναι αρκετές φορές ακαθόριστα και ασαφή και μπορεί να αποδοθούν από τον ασθενή σε άλλα αίτια όπως κούραση, μυϊκή θλάση κλπ, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας και την έναρξη της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής.
Τι είναι η πνευμονική εμβολή και πώς σχετίζεται με την εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση;
Η πνευμονική εμβολή είναι η πιο επικίνδυνη επιπλοκή της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και ορίζεται ως η διακοπή της ροής σε μία από τις αρτηρίες των πνευμόνων. Στην πνευμονική εμβολή, ο θρόμβος που σχηματίζεται στις φλέβες των κάτω άκρων κατά την εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, ταξιδεύει με τη φλεβική κυκλοφορία στις καρδιακές κοιλότητες και εν συνεχεία στους πνεύμονες, με τις αρτηρίες που μεταφέρουν αίμα ώστε να οξυγονωθεί με τη διαδικασία της αναπνοής.
Η πνευμονική εμβολή είναι μία παθολογική κατάσταση που οδηγεί σε μείωση της περιεκτικότας του αίματος σε οξυγόνο, βλάβη των πνευμόνων, καρδιακή ανεπάρκεια και σε σοβαρές περιπτώσεις στο θάνατο. Διαβάστε περισσότερα εδώ (υπερσύνδεση με άρθρο για πνευμονική εμβολή)
Ποιοι κινδυνεύουν από εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση;
Η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση εμφανίζεται συχνά στα πλαίσια άλλων παθολογικών καταστάσεων, οπότε ονομάζεται δευτεροπαθής. Η ακινησία, πρόσφατη χειρουργική επέμβαση, κακοήθεις νόσοι, προηγηθείσα θρόμβωση, τραύμα, θρομβοφιλία, κύηση, ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου, ρευματολογικά – ανοσολογικά νοσήματα, παχυσαρκία, κιρσοί φλεβών κάτω άκρων και φλεβικές ανωμαλίες είναι μερικές από τις καταστάσεις αυτές. Μπορεί, όμως να εμφανιστεί θρόμβωση και σε ασθενείς χωρίς κάποιον προδιαθεσικό παράγοντα και τότε μιλάμε για μια πρωτοπαθή ή ιδιοπαθή θρόμβωση.
Πώς γίνεται η διάγνωση της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης; Πότε πρέπει να κάνω triplex των φλεβών των κάτω άκρων;
Λόγω του ότι τα συμπτώματα της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (ΕΒΦΘ) είναι πολλές φορές ασαφή και ακαθόριστα, χρειάζεται υψηλός βαθμός εγρήγορσης από την πλευρά του κλινικού ιατρού, ώστε να τεθεί η υπόνοια της ΕΒΦΘ. Η στρατηγική για την βελτίωση της διαγνωστικής ακρίβειας περιλαμβάνει το συνδυασμό των κλινικών κριτηρίων, την εξέταση των D-Dimers και το υπερηχογράφημα (triplex) των φλεβών των κάτω άκρων.
Η διαγνωστική μέθοδος εκλογής είναι το υπερηχογράφημα των φλεβών των κάτω άκρων. Η μέθοδος μπορεί να ανιχνεύσει με μεγάλη ακρίβεια την παρουσία θρόμβωση στις φλέβες πάνω από το γόνατο και στο μηρό. Στις φλέβες κάτω από το γόνατο, η διαγνωστική ακρίβεια του υπερηχογραφήματος είναι μικρότερη. Για τη σωστή διάγνωση χρειάζεται στις περιπτώσεις αυτές, είτε επανάληψη του υπερηχογραφήματος 7 ως 14 ημέρες μετά από μια αρχική αρνητική εξέταση σε ασθενείς με υψηλή κλινική υποψία για ΕΒΦΘ είτε συνδυασμός των αποτελεσμάτων του υπερηχογραφήματος με εξέταση των επιπέδων D-Dimers, μαγνητική φλεβογραφία και αξονική φλεβογραφία.
Μπορεί να προληφθεί η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση;
Ο πιο σημαντικός παράγοντας για την πρόληψη της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (ΕΒΦΘ) είναι η αναγνώριση των ασθενών σε κίνδυνο. Με βάση την παρουσία προδιαθεσικών παραγόντων για ΕΒΘΦ, οι ασθενείς μπορούν να ταξινομηθούν σε χαμηλού, ενδιάμεσου και υψηλού κινδύνου. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες για την εφαρμογή σε κάθε κατηγορία ασθενούς κάποιας ή κάποιων από τις μεθόδους προφύλαξης της ΕΒΦΘ.
Διακρίνουμε τα γενικά μέτρα προφύλαξης νοσηλευόμενων ασθενών (επαρκής ενυδάτωση και αναλγησία, γρήγορη κινητοποίηση και ανύψωση των κάτω άκρων κατά την κατάκλιση), μηχανικές μεθόδους θρομβοπροφύλαξης (ελαστικές κάλτσες και πνευματική συμπίεση των κάτω άκρων) και φαρμακολογική θρομβοπροφύλαξη (ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους, αναστολείς του ενεργοποιημένου παράγοντα Χa, άμεσοι αναστολείς της θρομβίνης). Η χρονική έναρξη και η διάρκεια της θρομβοπροφύλαξης γίνεται και πάλη στη βάση των διεθνών κατευθυντήριων οδηγιών.
Πώς αντιμετωπίζεται η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση;
Η αντιμετώπιση της ΕΒΦΘ έχει ως στόχο την πρόληψη της επέκτασης του θρόμβου, της υποτροπή της θρόμβωσης, της εμφάνισης δυνητικά θανατηφόρας πνευμονικής εμβολής και της εμφάνισης μακροπρόθεσμων επιπτώσεων όπως το μεταθρομβωτικό σύνδρομο και η πνευμονική υπέρταση. Στα γενικά μέτρα περιλαμβάνεται η γρήγορη κινητοποίηση, εφόσον ο ασθενής την ανέχεται και η διατήρηση των κάτω άκρων σε ανάρροπη θέση κατά την κατάκλιση και την ανάπαυση, καθώς ανακουφίζει τον ασθενή από τον πόνο και την ευαισθησία που προκαλεί το οίδημα του σκέλους.
Ταυτόχρονα συνιστάται η χρήση ελαστικών καλτσών διαβαθμισμένης συμπίεσης για τουλάχιστο 2 έτη μετά από μια εγγύς ΕΒΦΘ, για πρόληψη του μεταθρομβωτικού συνδρόμου. Η βάση όμως της θεραπείας είναι η χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής, η οποία θα πρέπει να ξεκινά αμέσως μόλις επιβεβαιωθεί η διάγνωση ή ακόμη και πριν την οριστική επιβεβαίωση αν η κλινική υποψία είναι πολύ υψηλή. Η προτεινόμενη θεραπευτική προσέγγιση είναι η ταυτόχρονη έναρξη χορήγησης ηπαρίνης χαμηλού βάρους ή αντιπηκτικών από του στόματος (ή εναλλακτικά μη κλασματοποιημένη ηπαρίνη υποδορίως ή στάγδην ενδοφλεβίως σε συνδυασμό με ασενοκουμαρόλη (Sintrom) από του στόματος ως δεύτερη επιλογή).
Για πόσο καιρό πρέπει να λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή οι ασθενείς μετά από εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση;
Αν και η κατάλληλη διάρκεια της αντιπηκτικής αγωγής παραμένει υπό συζήτηση, καθώς τα πλεονεκτήματα της παράτασης χορήγησης αντιπηκτικών θα πρέπει να υπερβαίνουν τον κίνδυνο αιμορραγίας από αυτά, ο γενικός κανόνας είναι ότι στο πρώτο επεισόδιο ιδιοπαθούς ΕΒΦΘ ή ΕΒΦΘ λόγω παροδικών παραγόντων κινδύνου (όπως ακινητοποίηση ή χειρουργική επέμβαση) χρειάζεται αγωγή για τουλάχιστο 3-6 μήνες. Η απόφαση για τη συνέχιση της αντιπηκτικής αγωγής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα 12 μηνών ή ισόβια, λαμβάνεται εξατομικευμένα για κάθε ασθενή, αφού διερευνηθούν πιθανοί προδιαθεσικοί παράγοντες οι οποίοι ως το επεισόδιο ΕΒΦΘ μπορεί να είναι άγνωστοι (όπως μια θρομβοφιλία ή ένα ρευματολογικό νόσημα).